χωροχρονικός

χωροχρονικός
-ή, -ό, Ν [χωρόχρονος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρόχρονο
2. φρ. «χωροχρονικό συνεχές»
(μαθημ.-φυσ.) (στη θεωρία τής σχετικότητας) ένας τετραδιάστατος χώρος τού οποίου η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος, ο χωρόχρονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”